ἐπιζαρούντων — ἐπιζαρέω pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) ἐπιζαρέω pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) ἐπιζαρέω pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) ἐπιζαρέω pres imperat act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεζάρηκεν — ἐπιζαρέω plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπιζαρέω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζαρῆσαι — ἐπιζαρέω aor inf act ἐπιζαρέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεζάρει — ἐπιζαρέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεζάρησαν — ἐπιζαρέω aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ярый — яр, яра, яро, ярость ж., яриться, укр. ярий, др. русск. ɪаръ, ст. слав ѩръ αὑστηρός (Зогр., Мар., Ассем.), болг. ярост ярость , сербохорв. jа̏ра жар от печи , jарити се горячиться , словен. jarǝn яростный, энергичный, сильный , др. чеш. jarobujny … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek